σταλεηδόνες

σταλεηδόνες
σταλεηδόνες· σταλαγμοί, Hsch. [full] στάλη· ταμεῖον κτηνῶν, Id. [full] σταλίζομαι· ἐπὶ τῆς στήλης τρόπον ἕστηκας (sic), Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σταλεηδόνες — και σταλαηδόνες, αἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σταλαγμοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού, πιθ. < σταλάω + επίθημα (η)δών (πρβλ. σηπεδών, αλγηδών) διευθετημένος προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών] …   Dictionary of Greek

  • σταλαηδόνες — Α βλ. σταλεηδόνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”